αποτρύγι
Смотреть что такое "αποτρύγι" в других словарях:
αποτρύγι — αποτρύγι, το και αποτρυγίδι, το και αποτρύγημα, το σταφύλι που έμεινε στα κλήματα ύστερα από τον τρύγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτρύγι — κ. τρυγίδι, το κ. τρύγια, τα 1. τα σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο 2. οι τελευταίες ημέρες του τρύγου … Dictionary of Greek