αποτρύγι

αποτρύγι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποτρύγι" в других словарях:

  • αποτρύγι — αποτρύγι, το και αποτρυγίδι, το και αποτρύγημα, το σταφύλι που έμεινε στα κλήματα ύστερα από τον τρύγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτρύγι — κ. τρυγίδι, το κ. τρύγια, τα 1. τα σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο 2. οι τελευταίες ημέρες του τρύγου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»